- δαρβινικός
- -ή, -όβλ. δαρβίνειος.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
δαρβίνειος — α, ο και δαρβινικός, ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον Δαρβίνο και στη θεωρία του για την εξέλιξη 2. φρ. «δαρβίνειο φύμα» μικρή προεξοχή στην άνω οπίσθια μοίρα τής έλικας τού πτερυγίου τού αφτιού … Dictionary of Greek